Συμπληρώνονται σήμερα 10 χρόνια από τον θάνατο του Τεύκρου Κουλουντή. Αποστασιοποιημένοι πια από τις τελευταίες του δύσκολες μέρες, θέλω να αφηγηθώ μια βιογραφία του, φιλτραρισμένη μέσα από τη μουσική.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1954 στην Κακοπετριά. Ήταν το τελευταίο από τα εφτά παιδιά του Νικόλα και της Ανδρονίκης. Τα υπόλοιπα αδέλφια του, με χρονολογική –ελπίζω σωστή– σειρά, είναι: Αιμίλιος, Αγνή, Αγαθονίκη, Χριστάκης, Πάμπος, Ευτυχία.
Ο παππούς μου, που πέθανε λίγο πριν τον πόλεμο του ’74, ήταν οδηγός λεωφορείου αλλά και μουσικός. Έπαιζε βιολί και λαούτο σε γάμους. Κάτι οι παγκόσμιες πραγματικότητες, κάτι οι ντόπιες φαντασιώσεις, έκαναν τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη για τον κόσμο εκείνης της εποχής. Η επιβίωση ακροβατούσε πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην καθημερινότητα και την ουτοπία, χωρίς η σταθερότητα να αποτελεί δίχτυ προστασίας.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’40, ο πρώτος θείος μου έφυγε μετανάστης στη Νότιο Αφρική. Σταδιακά τον ακολούθησαν όλα τα άρρενα αδέλφια του, εκτός από τον πατέρα μου που ήταν αρκετά μικρότερος (είχε 20 χρόνια διαφορά από τον Αιμίλιο). Τελείωσε το δημοτικό στην Κακοπετριά και τα τελευταία χρόνια του γυμνασίου στη Λευκωσία. Εκεί είχε την τύχη να διδαχθεί από ενδιαφέροντες καθηγητές: τον Λευτέρη Οικονόμου στα εικαστικά, την Ελένη Πίπη στη χημεία, τον Ουράνιο Ιωαννίδη στα φυσιογνωστικά. Δεν ξέρω ποιος του έκανε μουσική· ξέρω όμως ότι τους μίλησε για τον Ιάννη Ξενάκη, που πρωτοστάτησε στη σύνθεση με υπολογιστικές μεθόδους. Για τους μαθητές τότε ήταν σαν να τους εξηγούσαν πώς γίνεται η προσσελήνωση. Ήταν όμως ένα ισχυρό ερέθισμα – τον Ξενάκη θα τον «ξανασυναντούσε» αργότερα στις αρχιτεκτονικές του σπουδές, ως συνεργάτη του Le Corbusier.
Ακολούθησε η διετής θητεία του στον στρατό, δύο χρόνια πριν το πραξικόπημα και την εισβολή. Υπηρέτησε ως καταδρομέας. Σε αντίθεση με το «Τσάμικο» του Χατζιδάκι, ποτέ δεν συμπάθησε τα τσάμικα που χόρευαν οι διάφοροι λεβέντες χουντικοί στις γιορτές των στρατοπέδων.
Είχε περάσει σε κάποια φυσικομαθηματική σχολή στην Ελλάδα, που όμως δεν ταίριαζε στα επαγγελματικά του σχέδια. Εκείνος είχε άλλα σχέδια: αρχιτεκτονικά. Στράφηκε στην Ιταλία, όπου δεν υπήρχαν δίδακτρα. Αρχικά εγγράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1974 στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια για εκμάθηση ιταλικών και έπειτα στη Φλωρεντία, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Ήταν επιλογή που έκανε με την παρότρυνση του εικαστικού Λευτέρη Οικονόμου και με οικονομική στήριξη από τον αδερφό του, Χριστάκη.
Με το αεροδρόμιο Λευκωσίας εγκλωβισμένο στην Πράσινη Γραμμή, η μόνη ρεαλιστική σύνδεση με Ιταλία ήταν μέσω Πειραιά, με πλοίο. Στην Ελλάδα, μέσω φίλων, ερχόταν σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική μουσική παραγωγή. Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης: Θεοδωράκης, Λοΐζος, Κουγιουμτζής και άλλοι ήταν σε «έξαρση». Παράλληλα, παλιότεροι συνθέτες όπως ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Καζαντζίδης και ο Ζαμπέτας είχαν ακόμη μεγάλη απήχηση. Ο δρόμος για την Ιταλία ήταν εμποτισμένος με ελληνικά ακούσματα και κασέτες. Από την Ιταλία ξεχώρισε ιδιαίτερα τον Λούτσιο Ντάλλα· θυμάμαι πόσο συγκινήθηκε όταν είδε στιγμιότυπα από την κηδεία του το 2012.
Φρόντιζε πάντα να έχουμε ωραία τραγούδια στο αυτοκίνητο, είτε από ραδιόφωνο είτε από κασέτες. Το 1996, επιστρέφοντας από ταξίδι στην Ελλάδα, μου έφερε δώρο το άλμπουμ του Κώστα Μακεδόνα «Πάμε για Ορθοπεταλιές», μαζί με ένα διπλό CD με επιτυχίες του Θεοδωράκη. Ο ίδιος είχε διάφορες κασέτες που άκουγε κυρίως στο αυτοκίνητο: Λοΐζο, Κραουνάκη, Χατζή, και πάντα Θεοδωράκη. Θυμάμαι που έψαχνε ακόμα και στο YouTube τη μουσική του Χατζιδάκι για τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα. Ήξερε απέξω τη σειρά των τραγουδιών και αγαπούσε ιδιαιτέρως το ορχηστρικό «Σήκω νύφη ζηλεμένη».
Αγαπούσε πολύ και τις συναυλίες. Όταν ο αδερφός μου ήθελε στο λύκειο να πάει να ακούσει τον Παπακωνσταντίνου στην Αθήνα, τον συνόδευσε με χαρά. Η τελευταία συναυλία του, εμφανώς καταβεβλημένος πια, ήταν στις 5 Ιουλίου 2014 στη Σκουριώτισσα: ο Διονύσης Σαββόπουλος με την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Πάτρας, με τίτλο «Μάνος Χατζιδάκις τώρα».
Ο ίδιος δεν έπαιζε όργανο, ένιωθε όμως κάτι μαγικό δίπλα σε όσους έπαιζαν μουσική. Στην τρίτη δημοτικού ζήτησα να μάθω βιολί – με ολέθρια αποτελέσματα – κι εκείνος με στήριξε πρόθυμα. Αργότερα, όταν είπα χαλαρά ότι θα ήθελα να μάθω κιθάρα, πήγε και μου αγόρασε μια (30 Μαρτίου 1998) και μου έκανε έκπληξη. Το ίδιο στήριξε και τον αδερφό μου όταν θέλησε να μάθει.
Όταν μαζευόμασταν με φίλους στο σπίτι με κιθάρες, ερχόταν συχνά να καθίσει μαζί μας και να συμμετέχει. Κάθε Χριστούγεννα, πηγαίναμε στο πάρτι του θείου Χριστάκη στην Κακοπετριά (γιορτή και γενέθλια). Επέμενε πάντα να παίρνουμε κιθάρα και το διασκέδαζε με τα αδέλφια του και τους φίλους. Οι παραγγελιές του: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, αλλά και τραγούδια όπως το «Bella Ciao» και το «Άντρα μου πάει». Ίσως το πιο αγαπημένο του για τα πάρτι να ήταν ο «Κεμάλ».
Τα αδέλφια του συμμετείχαν πάντα ενεργά. Ο θείος Χριστάκης είχε για αγαπημένο το «Άγαλμα» και το ζητούσε τουλάχιστον τρεις φορές. Αυτή η χριστουγεννιάτικη κιθαριστική διασκέδαση στην Κακοπετριά συνεχίζεται και μετά τον θάνατό του.
Στην πιο πρόσφατη συνάντηση, Χριστούγεννα του 2024, η ενενηντάχρονη θεία Αγνή ήταν υποτονική (ήταν λίγους μήνες πριν τον θάνατό της). Της δώσαμε δυο επιλογές: να κάνει ένα οικογενειακό στριπτίζ ή να τραγουδήσει κάτι. Έπειτα από μια εσωτερική πάλη, διάλεξε τελικά να πει το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Λίγο αργότερα, ένας άλλος Τεύκρος Κουλουντής, εγγονός της οικογένειας, τραγούδησε το «Άγαλμα» στον αδερφό του παππού του, τον οποίο ποτέ δεν γνώρισε.
Υ.Γ. 1: Πάφος, 10 Σεπτεμβρίου, ο πατέρας μου ήταν αρκετά αδύναμος και με δυσκολία μπορούσε να σηκωθεί από το κρεββάτι. Ήθελε να του αγοράσω ένα ραδιοφωνάκι για να ακούει μουσική. Πάνω στον ενθουσιασμό μου πήγα και του αγόρασα ένα κόκκινο μεγάλο με βάρος σχεδόν ένα κιλό, το οποίο δυσκολευόταν να σηκώσει. Φιλοξενούσαμε τότε τον ξάδερφο μου Μαρίνο ο οποίος με δική του πρωτοβουλία πήγε και του αγόρασε ένα μικρό μαύρο ραδιοφωνάκι, γύρω στα 150g. Έκανε απόσβεση, το βολεύτηκε για σχεδόν δυο βδομάδες μέχρι τον θάνατό του.
Υ.Γ. 2: Για πολλά χρόνια είχε για ήχο κλήσης στο κινητό του την εισαγωγή από την “Μαριάνθη των ανέμων”.