Τις τελευταίες ημέρες, με τον σάλο που προκλήθηκε γύρω από τα έργα του κ. Γαβριήλ, παρακολουθώ για ακόμη μία φορά ένα γνώριμο και κουραστικό φαινόμενο.
Ανθρώπους να παπαγαλίζουν θέσεις, συνθήματα και αγανακτήσεις, χωρίς σκέψη, χωρίς φίλτρο, χωρίς προσωπική επεξεργασία.
Να υιοθετούν απόψεις όχι επειδή τις ανέλυσαν, αλλά επειδή τους δόθηκαν έτοιμες.
Για να είμαι ξεκάθαρη από την αρχή και να μη δημιουργούνται εύκολες παρεξηγήσεις:
δεν συμφωνώ με το συγκεκριμένο έργο, ούτε με τη γενικότερη εικαστική προσέγγιση του καλλιτέχνη.
Αυτό όμως είναι προσωπική άποψη.
Και η προσωπική άποψη δεν είναι και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει νομικό κριτήριο περιορισμού.
Στο κράτος δικαίου, η προσωπική ενόχληση, ακόμη και όταν είναι έντονη, δεν συνιστά από μόνη της βάση περιορισμού θεμελιωδών ελευθεριών.
Η ελευθερία της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, καλύπτει και λόγο που σοκάρει, προσβάλλει ή ενοχλεί, στο μέτρο που δεν συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις νόμιμου περιορισμού.
Το λέει ξεκάθαρα το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
«offends, shocks or disturbs the State or any sector of the population»
(Handyside v United Kingdom, App. no. 5493/72).
Η επίκληση «θρησκευτικής προσβολής» δεν αποτελεί αυτοτελές και αυτόματο λόγο περιορισμού της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ το έχει επαναλάβει ξανά και ξανά ότι οι περιορισμοί κρίνονται κατά περίπτωση και μόνο υπό αυστηρό έλεγχο αναγκαιότητας και αναλογικότητας
(Otto-Preminger-Institut v Austria, App. no. 13470/87, Wingrove v United Kingdom, App. no. 17419/90, İ.A. v Turkey, App. no. 42571/98, Giniewski v France, App. no. 64016/00, Sekmadienis Ltd v Lithuania, App. no. 69317/14).
Με απλά λόγια:
η κοινωνική αγανάκτηση ή η υποκειμενική προσβολή θρησκευτικών αισθημάτων, ακόμη κι αν είναι μαζική, δεν αρκεί από μόνη της.
Οι περιορισμοί είναι η εξαίρεση. Όχι ο κανόνας. Και απαιτούν τεκμηριωμένη επιτακτική κοινωνική ανάγκη.
Το ίδιο ισχύει και στο ποινικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα άρθρα 141 και 142 του Ποινικού Κώδικα (ΚΕΦ. 154) δεν αποτελούν αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability offences). Απαιτούν πρόθεση και πλήρη στοιχειοθέτηση τόσο των αντικειμενικών (actus reus) όσο και των υποκειμενικών στοιχείων (mens rea).
Ακριβώς επειδή πρόκειται για ποινικές διατάξεις που θίγουν τη συνταγματική ελευθερία της έκφρασης, ερμηνεύονται στενά. Η απλή ενόχληση, η ηθική αποδοκιμασία ή η πολιτική πίεση δεν επαρκούν από μόνες τους για την ενεργοποίησή τους.
Αυτό δεν είναι άποψη. Είναι θέση σύμφωνη τόσο με το Σύνταγμα όσο και με τις γενικές αρχές της κυπριακής ποινικής νομολογίας.
Και εδώ χρειάζεται να είμαστε αρκετά προσεκτικοί.
Σήμερα μπορεί να μη μας αρέσει ένα έργο.
Αύριο μπορεί να μη μας αρέσει κάτι άλλο.
Το προηγούμενο όμως μένει.
Το Σύνταγμα δεν προστατεύει «τους άλλους».
Προστατεύει όλους μας και ιδιαίτερα τις στιγμές που δεν συμφωνούμε.
Η αποδοχή περιορισμών επειδή συγκυριακά μας εξυπηρετούν, ή μας μεμονωμένα μας ικανοποιούν, φέρει σε κίνδυνο το ίδιο το πλαίσιο προστασίας που μπορεί να χρειαστούμε αύριο.
Η πιο ανησυχητική διάσταση είναι ότι, τα έργα αποσύρθηκαν και η έκθεση έκλεισε όχι κατόπιν δικαστικής κρίσης, αλλά λόγω απειλών και εκφοβισμού.
Εδώ δεν μιλάμε απλώς για όρια της τέχνης.
Μιλάμε για έμμεσο περιορισμό της έκφρασης (Özgür Gündem v Turkey, App. no. 23144/93, Judgment 16.3.2000).
Η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι σαφής… το κράτος φέρει θετική υποχρέωση να προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης και από παρεμβάσεις τρίτων, όταν αυτές είναι προβλέψιμες και σοβαρές (Dink v Turkey, Apps. no. 2668/07, 6102/08, 30079/08, 7072/09, 7124/09).
Όταν η έκφραση σιωπά λόγω φόβου και όχι λόγω δικαστικής στάθμισης, η παραβίαση είναι ουσιαστική ακόμη κι αν δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πολιτικός λόγος έχει αυξημένη θεσμική ευθύνη.
Και για άλλη μία φορά βλέπουμε πολιτικούς να παρεμβαίνουν με βεβαιότητα σε ζητήματα που άπτονται του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ποινικού δικαίου, χωρίς την αναγκαία νομική γνώση και χωρίς την απαιτούμενη θεσμική αυτοσυγκράτηση.
Η διαχείριση θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι πεδίο επικοινωνιακού πειραματισμού, ούτε αρένα για πολιτικές συγκρούσεις και λαϊκισμούς. Όταν πολιτικά πρόσωπα επιχειρούν να καθορίσουν όρια έκφρασης χωρίς κατανόηση του νομικού πλαισίου, δημιουργούνται επικίνδυνα προηγούμενα και διαβρώνεται το κράτος δικαίου.
Ναι, δεν συμφωνώ με το έργο.
Αλλά διαφωνώ κατηγορηματικά με τη λογική της φίμωσης και με τον τρόπο που πολιτικά πρόσωπα προσεγγίζουν ένα τόσο ευαίσθητο και καθαρά νομικό ζήτημα.
Γιατί μια δημοκρατία που εφαρμόζει τα δικαιώματα επιλεκτικά, δεν τα προστατεύει.
Τα καθιστά επισφαλή!


































































