Η ιστορική μνήμη της Κύπρου γύρω από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης και πολιτικής εκμετάλλευσης. Σχεδόν μισό αιώνα μετά τα τραγικά γεγονότα, η αφήγηση του παρελθόντος παραμένει αμφισβητούμενη όχι μόνο ως προς τις ευθύνες, αλλά και ως προς την ίδια την ερμηνεία της Ιστορίας.
Οι φορείς της αναθεώρησης
Ορισμένοι πολιτικοί και ιδεολογικοί κύκλοι, ιδιαίτερα όσοι διατηρούν δεσμούς με τον Γριβισμό και την ΕΟΚΑ Β΄, επιχειρούν να αποκαταστήσουν την εικόνα του Γεώργιου Γρίβα και της παραστρατιωτικής δράσης του. Η ΕΟΚΑ Β΄ παρουσιάζεται όχι ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας, αλλά ως υπερασπιστής εθνικών συμφερόντων, ενώ το πραξικόπημα ερμηνεύεται ως απαραίτητη πολιτική παρέμβαση με σκοπό τη «σωτηρία» της Κύπρου. Στο ίδιο πνεύμα, η τουρκική εισβολή παρουσιάζεται από αυτές τις πηγές ως αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας, υποβαθμίζοντας τον καταλυτικό ρόλο του πραξικοπήματος και της χούντας των Αθηνών.
Η αναθεωρητική προσέγγιση δεν περιορίζεται μόνο στην εξιδανίκευση του πραξικοπήματος, αλλά συχνά συνοδεύεται από προσπάθεια μετατόπισης της ευθύνης στον τότε Πρόεδρο Μακάριο, παρουσιάζοντάς τον ως υπαίτιο εσωτερικών διχασμών και «προβοκάτορα» των εξελίξεων.
Η απάντηση της κοινωνίας και των θεσμών
Η προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορικής αλήθειας έχει συναντήσει έντονη αντίσταση από ευρύ φάσμα πολιτικών, κοινωνικών και ακαδημαϊκών φορέων. Ιστορικοί, κόμματα του κέντρου και της Αριστεράς και οργανώσεις αντιστασιακών επιμένουν στην τεκμηριωμένη αφήγηση: το πραξικόπημα αποτέλεσε προϊόν συνωμοτικών σχεδιασμών της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ και άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική στρατιωτική επέμβαση.
Η κυπριακή κοινωνία παραμένει, ωστόσο, διχασμένη. Οι νεότερες γενιές επιδεικνύουν μεγαλύτερη διάθεση για διερεύνηση των γεγονότων χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, ενώ οι παλαιότερες συχνά διατηρούν στερεότυπα και αφηγήσεις εθνικής αυτάρκειας. Θεσμικά, η Κυπριακή Πολιτεία έχει αναγνωρίσει την ευθύνη του πραξικοπήματος και τιμά τους αγωνιστές της Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν φωνές που θεωρούν ότι η αποκατάσταση των θυμάτων και των τραυματισμένων οικογενειών παραμένει ημιτελής.
Η σημασία της ιστορικής αλήθειας
Η διατήρηση και η υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας δεν είναι απλώς ζήτημα επιστημονικής δεοντολογίας· είναι πράξη πολιτικής και ηθικής ευθύνης. Η παραχάραξη ή παραμόρφωση του παρελθόντος μπορεί να οδηγήσει σε νέο τραυματισμό της κοινωνίας, σε ιδεολογική πόλωση και σε παραπλάνηση των νέων γενεών.
Η μνήμη του 1974 δεν είναι ένα παγωμένο γεγονός του ιστορικού χρόνου , είναι πληγή ακόμη ανοιχτή για χιλιάδες πρόσφυγες, συγγενείς αγνοουμένων και θύματα της εισβολής. Η διατήρηση αυτής της μνήμης ως κοινής παρακαταθήκης προϋποθέτει ειλικρίνεια, αναστοχασμό και ρήξη με τις εύκολες εθνικιστικές αφηγήσεις.
Στο σταυροδρόμι του παρελθόντος και του παρόντος, η Κύπρος καλείται να επιλέξει: θα επιμείνει στον ιστορικό αναθεωρητισμό ως μέσο συγκάλυψης και πολιτικής σκοπιμότητας ή θα προχωρήσει στην κριτική αναμέτρηση με τις ευθύνες της, οικοδομώντας μια συλλογική ταυτότητα βασισμένη στην αλήθεια και στη δημοκρατική συνείδηση.
Ανδρέας Γρηγοριάδης
Δημοτικός Σύμβουλος Πάφου
Ανθρώπινης πόλης