Η Τουρκία είναι υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ε.Ε. Ρεαλιστική προοπτική ή χίμαιρα; Εφικτός στόχος ή αυταπάτη; Ειλικρινής επιθυμία ή συντήρηση του θέματος προς εσωτερική κατανάλωση; Όπως και νάχει το ζήτημα για μας έχει σημασία στον βαθμό που οι όποιες ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας μπορούν ή όχι να αξιοποιηθούν προς όφελος της εθνικής μας υπόθεσης. Δηλαδή μιας λύσης του Κυπριακού, ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
Επί δεκαετίες η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., εθεωρείτο, όχι αδικαιολόγητα, ως δέλεαρ για την Τουρκία και ως μοχλός πίεσης, «καρότο» κατά την επί το λαϊκώτερον επικρατήσασαν έκφρασιν, προκειμένου να υποχρεωθεί να συναινέσει τόσο στη δίκαιη λύση του Κυπριακού όσο και στην εγκατάλειψη των έωλων διεκδικήσεων της εις βάρος των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Οι εξελίξεις ωστόσο ανέτρεψαν άρδην τα δεδομένα. Προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν υπάρχει. Το δέλεαρ εξαφανίστηκε. Το «καρότο» μας τελείωσε.
Υπάρχει άλλος τρόπος να αντικατασταθεί αυτός ο μοχλός πίεσης επί της Τουρκίας; Είναι γνωστό ότι αναπτύσσεται μια νέα άποψη και θέση στους κόλπους της Ε.Ε. , προεξάρχουσας της Γαλλίας, ότι η διεύρυνση της Ένωσης δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές και ότι πρέπει να προκριθεί και να εφαρμοστεί η ειδική εταιρική σχέση, για ορισμένες τουλάχιστον υποψήφιες χώρες.
Σε πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρεται ότι «το Ε.Κ συνιστά την εξεύρεση ενός παράλληλου και ρεαλιστικού πλαισίου για τις σχέσεις Ε.Ε – Τουρκίας και καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει τις πιθανές μορφές θα μπορούσε να πάρει αυτό». Και επιβεβαιώνει «ότι η Τουρκία παραμένει υποψήφια για ένταξη στην Ε.Ε».
Παρά τον πυθιακό και εν πολλοίς αντιφατικό χαρακτήρα της διατύπωσης αυτής, είναι φανερό εν τούτοις ο προσανατολισμός προς την ειδική Εταιρική σχέση.
Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να ανταποκριθούν θετικά σε αυτή την άποψη -θέση. Γιατί είναι πρόδηλο ότι με αυτό τον τρόπο, στην περίπτωση της Τουρκίας, ο μοχλός πίεσης θα επανέλθει, δεδομένου ότι η ειδική εταιρική σχέση θα αποτελεί και πάλι δέλεαρ. Ώστε να λειτουργεί προς την κατεύθυνση της δυνατότητας Ελλάδας και Κύπρου, ως κρατών μελών της Ε.Ε, και άρα ως κριτών – ελεγκτών της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, να επηρεάζουν τη συμπεριφορά της, τόσο ως προς το Κυπριακό, όσο και ως προς το θέμα των λεγόμενων ελληνοτουρκικών διαφορών. Οι συχνές δηλώσεις Ερτογάν ότι η Τουρκία «θα επανεξετάσει τη στάση της έναντι της Ε.Ε» αποτελεί απλό λεονταρισμό.
«Ειρήσθω εν παρόδω» ότι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που αναθέτουν στην Τουρκία, συγκεκριμένες υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου, προκειμένου να προχωρήσει ο ενταξιακός διάλογος με την Ε.Ε., παραμένουν λησμονημένες και αναξιοποίητες.
Το 2005 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε απόφαση η οποία ορίζει τρεις συγκεκριμένες υποχρεώσεις της Τουρκίας, έναντι της Κύπρου.
Πρώτον, την από μέρους της Τουρκίας ανεπιφύλακτη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεύτερον, το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της Τουρκίας σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα.
Τρίτον, συνεργασία της Τουρκίας για λύση του Κυπριακού στη βάση των περί Κύπρου ψηφισμάτων του ΟΗΕ και των αρχών και των αξιών της Ε.Ε.
Η Τουρκία κατά συρροήν και κατ΄εξακολούθησιν, περιφρονεί και καταπατεί τις συγκεκριμένες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επί 19 ολόκληρα χρόνια. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οξύνει και κλιμακώνει την παραβατική της συμπεριφορά, με τις θρασύτατες αξιώσεις της για «λύση δύο κρατών» και «κυριαρχική ισότητα» και με τις έκνομες ενέργειες της στην Αμμόχωστο. Και με την προτιθέμενη κατασκευή αεροπορικής βάσης στο Λευκόνοικο και ναυτικής βάσης στην Καρπασία.
Είναι προφανές ότι η στρατηγική αξιοποίησης της Ε.Ε., προκειμένου να πειθαναγκαστεί να συμφιλιωθεί με μια λύση του Κυπριακού στη βάση των αρχών του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, χρειάζεται αναδιαμόρφωση και επανατοποθέτηση. Και αυτό χρειάζεται αποφάσεις και πολιτικές με βάση τα συνεχώς διαφοροποιούμενα δεδομένα . Με κεντρικό άξονα τη ρήση «εάν ζητήσεις καλώς ευρήσεις».
Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων