Ζωή σαν παραμύθι ήταν αυτό που ονειρευόμασταν όλοι, ανεξαιρέτως, οι άνθρωποι, όταν πηγαίναμε στο σχολείο και διδασκόμασταν όλα αυτά τα ωραία και θαυμαστά που συναντούμε στα βιβλία της λογοτεχνίας, της ιστορίας και πάει λέγοντας.
Μεγαλώνοντας όμως διαπιστώσαμε με πικρία ότι μόνο παραμύθι δεν είναι αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Πιο πολύ με εφιάλτη θα μπορούσε να παρομοιαστεί! Τρέξιμο από τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας, διάψευση των φρούδων ελπίδων που είχαμε να κάνουμε «τη διαφορά» με την επαγγελματική ιδιότητα που έχει ο καθείς και το χειρότερο όλων η αποξένωση, η αποστασιοποίηση από τους γύρω μας.
Με τον όρο αποστασιοποίηση, εννοώ όλες αυτές τις άχρωμες διαπροσωπικές σχέσεις που «αναγκαζόμαστε» όλοι να αναπτύσσουμε, προκειμένου να είμαστε αρεστοί, να έχουμε την έγκριση των συναδέλφων, των οικείων, της κοινωνίας γενικότερα. Και εκεί που θα έπρεπε να υμνούμε την ποίηση που απορρέει από τις εικόνες ενός ηλιοβασιλέματος, από την θαλασσινή αύρα και τις μυρωδιές της φύσης, όλα αυτά ως ένα παζλ μαγείας και ανεξάντλητης ομορφιάς, αναλωνόμαστε σε αχρείαστες εξόδους, σ΄ένα ατέρμονο άδειασμα του εαυτού μας που καθίσταται εν τέλει εξαιρετικά ανθυγιεινό. «Όσο μπορείς» προειδοποιεί ο ποιητής Καβάφης. Με την έννοια του όσο μπορείς να κάνεις το καλό, να διασπείρεις την καλοσύνη και να κάνεις πράγματα, να συναλλάσσεσαι με συναναστροφές που προάγουν το πνεύμα σου και σε βελτιώνουν ως προσωπικότητα.
«Ουκ εν των πολλώ το ευ» έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μη γνωρίζοντας πόσο επίκαιροι θα ήταν στον αιώνα που διανύουμε. Τα πάντα θυσιάζονται στον βωμό της ύλης, γιατί η ύλη διαφεντεύει τελικά σήμερα. Η ύλη είμαστε εμείς και ως ύλη γινόμαστε αντιληπτοί από τους γύρω μας. Οι άνθρωποι κατατάσσονται ως έχοντες και ως μη έχοντες! Αλοίμονο αν κάποιος βρίσκεται στη δεύτερη συνομοταξία και τολμήσει να ονειρευτεί ότι κάτι θα καταφέρει ν΄αλλάξει σ΄αυτόν τον μάταιο κόσμο! Η πεποίθηση αυτή, σε συνδυασμό με την παντοδυναμία της εικόνας, που με καταιγιστική ταχύτητα αλλάζει στα διάφορα μέσα ενημέρωσης ή κοινωνικής δικτύωσης, διαμορφώνει ένα νέο status quo στο οποίο αναμετρώνται το «φαίνεσθαι» με το «είναι», η φενάκη ή ο καθρέφτης με την ουσία, την πραγματικότητα. Όπου φενάκη σε αρκετές των περιπτώσεων είναι ο άνθρωπος με την πολυτελή ενδυμασία, την εντυπωσιακή κατοικία και την απέραντη μοναξιά που τον διακατέχει, αφού δεν μπορεί πλέον ν΄ανοίξει την καρδιά του, να εμπιστευτεί. Άλλωστε, τα συναισθήματα στις μέρες μας όσο και αν υπερπροβάλλονται για λόγους τηλεθέασης άλλο τόσο υποτιμώνται ως ένδειξη αδυναμίας.
Ο άνθρωπος consumens (=καταναλωτής) δεν έχει χρόνο για τέτοιες λεπτομέρειες που τσαλακώνουν την εικόνα του και σπιλώνουν την τελειότητά του, δεν έχει χρόνο ούτε και διάθεση να φανεί «μικρός», «ταπεινός», άρα και αδύναμος στα μάτια των πολλών. Επιδίδεται μόνο στο να συγκεντρώνει τα «likes» και να αυξάνει τη δημοτικότητά του μέσα από τους « followers» που αποκτά κάθε φορά που αποφασίζει να εκτεθεί στο κοινό, να αυτοπροβληθεί. Όχι απαραίτητα κάνοντας κάτι αξιόλογο ή πρωτοποριακό. Τολμηρό ίσως που προκαλεί την κοινωνική κριτική. Και το άλλο άθλημα που επιδίδεται ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αυτό της έντονης, δριμείας για την ακρίβεια κριτικής. Άλλωστε, έχει περισσότερο ενδιαφέρον να ασχολείσαι με τις αδυναμίες και τα λάθη ενός άλλου ανθρώπου παρά ν΄αναγκαστείς να διορθώσεις τα δικά σου. Αυτό μάλλον είναι μια βαρετή και καθ΄όλα αδιάφορη ενασχόληση!
Η λύση σε όλα αυτά δεν είναι οι «βάρβαροι» του Καβάφη. Αυτοί απλώς παρουσιάζονται ως λύση. Η λύση είναι να αφουγκραστούμε την ψυχή μας, να συλλάβουμε τον πνευματικό μας παλμό, να επικοινωνήσουμε. Μία επικοινωνία όμως με ειλικρίνεια και αγάπη, με πραγματικό ενδιαφέρον και έγνοια. Αυτό είναι που λείπει στις μέρες μας. Η έγνοια, η φροντίδα, το μεράκι να «χτίσουμε» κάτι για μια φορά επιτέλους όχι επειδή μας επιβάλλεται, αλλά επειδή εμείς το επιλέγουμε. Και τότε θα έχουμε κάνει πραγματικά τη διαφορά!
Κατερίνα Μαυροβουνιώτη