Η προ μηνών έκθεση του Γ.Γ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες είναι πρόδηλο ότι ωθεί το Κυπριακό σε εκτροπή από τις ράγες ενός διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής.
Απουσιάζει η Τουρκία, απουσιάζει η κατοχή ενώ κυρίαρχα είναι στην Έκθεση τα στοιχεία της δικοινοτικότητας και των δύο οντοτήτων. Η δε αναφορά στις «τεχνικές επιτροπές» εξαφανίζει την ουσία του Κυπριακού ως διεθνούς και περιφερειακής κρίσης.
Είμαστε λοιπόν σε μια κρίσιμη και καθοριστική στιγμή. Η αποτίμηση της πορείας των 48 χρόνων από την εθνική τραγωδία του 1974 οδηγεί σε αναντίλεκτο συμπέρασμα. Ότι η τουρκική αδιαλλαξία όχι μόνο παρέμεινε διαχρονικά αναλλοίωτη αλλά έχει κορυφωθεί με την αξίωση, όπως κατατέθηκε στη Γενεύη, για λύση δύο κρατών και για τη λεγόμενη κυριαρχική ισότητα ως προϋπόθεσης συνομοσπονδίας.
Κάτι που παρασκηνιακά προωθούν οι μονίμως βυσσοδομούντες Βρετανοί και φαίνεται, δυστυχώς, να μην απορρίπτει ο Γ.Γ. του ΟΗΕ με την περίφημη δήλωση του για «τετραγωνισμό του κύκλου» και την εμμονή του σε δικοινοτικότητα του Κυπριακού.
Περαιτέρω η προώθηση εποικισμού της περιφραγμένης περιοχής της Αμμοχώστου και η εξαγγελία για δημιουργία βάσης «drones» στο Λευκόνοικο και ναυτικής βάσης στο Μπογάζι, μαρτυρούν κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Μεγάλη δε είναι η πιθανότητα νέων παραβιάσεων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά παράβαση του διεθνούς θαλασσίου δικαίου.
Είναι φανερό ότι οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι καθώς για πρώτη φορά μετά τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 που αναφέρονται σε ομοσπονδία με μια κυριαρχία, διεθνή νομική προσωπικότητα και υπηκοότητα επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση συνομοσπονδιακής λύσης.
Και αυτό γιατί η αξίωση για λύση δύο κρατών είναι πρόδηλο ότι κατατέθηκε στα πλαίσια μιας διαπραγματευτικής τακτικής. Με τελικό στόχο τη συνομοσπονδία –που θα παρουσιαστεί μάλιστα ως «υποχώρηση»- αφού γίνει αποδεκτή η «κυριαρχική ισότητα» την οποία εντέχνως προωθούν οι Βρετανοί.
Ενώπιον αυτών των αδιαμφισβήτητων δεδομένων προκύπτουν αυτονόητα καθήκοντα.
Πρώτιστο καθήκον η προώθηση πολιτικών και διπλωματικών σχεδιασμών, ενεργειών και πρωτοβουλιών που να κινούνται σε απόκρουση κάθε προσπάθειας για λύση συνομοσπονδίας ή αναγνώρισης του ψευδοκράτους μέσω απόδοσης λεγόμενης «κυριαρχικής ισότητας στις δύο κοινότητες».
Η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ θα πρέπει να λάβει ευκρινές το μήνυμα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελληνική Κυπριακή πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να προσέλθει σε νέα πενταμερή ή σε οποιεσδήποτε άλλες διαπραγματεύσεις όσο βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη η τουρκική αξίωση λύσης δύο κρατών.
Να προβάλλεται η ετοιμότητα μας για συνομιλίες στη βάση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του ΟΗΕ και των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η μορφή και το περιεχόμενο της λύσης έχουν καθοριστεί ομόφωνα με το ανακοινωθέν του Εθνικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 2009. Που διασφαλίζει μια λειτουργική, δημοκρατική ομοσπονδία που αποκλείει διαχωρισμούς και ρατσιστικές διακρίσεις της διζωνικής που παρουσιάστηκε με το Σχέδιο Ανάν.
Δεδομένης της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως χώρας – μέλους της Ε.Ε. να απαιτήσουμε ανυποχώρητα την ενεργό ανάμιξη της Ε.Ε. στις διαδικασίες και τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Ασφαλώς το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και εντάσσεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και δεν είναι νοητή η απουσία της Ε.Ε. Άλλωστε λύση που θα προσκρούει στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό δεν μπορεί να έχει τη σύμφωνο γνώμη της Ε.Ε.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιμείνουμε σε επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων επί της Τουρκίας για την παραβατική της συμπεριφορά στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον εποικισμό της Αμμοχώστου. Τα περίφημα Μ.Ο.Ε έχουν ήδη χρεωκοπήσει και το μόνο άλλωστε που προβάλλουν διεθνώς είναι μια παραμόρφωση του πραγματικού χαρακτήρα του Κυπριακού.
Η εθνική συνεννόηση και ομοψυχία Κύπρου – Ελλάδας αποτελεί προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για να είναι αποτελεσματική μια εθνική στρατηγική στο Κυπριακό. Χρειάζεται επανακαθορισμός προτεραιοτήτων, εις βάθος μελέτη των δεδομένων και ο πλήρης συντονισμός σε όλα τα επίπεδα. Αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν.
Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας, προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή. Μια αξιόπιστη εθνική στρατηγική σε πολιτικό, διπλωματικό και αμυντικό πεδίο είναι το ζητούμενο για τις δύο χώρες με απόλυτο και διαρκή συντονισμό.
Τελικά, χρειάζεται ένας σαφής προγραμματισμός ενεργειών και πρωτοβουλιών, Ένας εθνικός σχεδιασμός που θα μας βγάζει από την αμηχανία και θα μας παρουσιάζει συγκροτημένους και έτοιμους να προωθήσουμε τις δεδομένες στρατηγικές επιλογές μας.
Η εποχή των γενικού χαρακτήρα διαπιστώσεων και αναφορών πρέπει να αφεθεί οριστικά στο παρελθόν. Πρέπει με γρήγορους ρυθμούς να περάσουμε σε πολιτικές αποφάσεις, κινήσεις, βήματα και πρωτοβουλίες. Πρώτιστος στόχος η επαναφορά του Κυπριακού στη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης ή λύσης δύο κρατών που θα είναι ότι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό αλλά θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλο τον κυπριακό χώρο.
Η πρόκληση είναι για όλους μεγάλη και οι ευθύνες ιστορικές. Είναι ανεπίτρεπτο να θεωρείται, ή ούτως ή άλλως αδικαιολόγητα μακρά προεκλογική περίοδος ως ανενεργός και «νεκρή» για το Κυπριακό.
Σημ: Η ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα πρέπει να τοποθετεί το Κυπριακό στον πραγματικό του χαρακτήρα και να επισημαίνει την ορθή διεθνή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σε αντίθεση με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η πολιτική των «δύο μέτρων και σταθμών» πρέπει να τερματιστεί αν η διεθνής κοινότητα θέλει να είναι αξιόπιστη.
Του Γιαννάκη Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
των Αντιπροσώπων