«Τω καιρώ εκείνω », στο μικρό χωριό του Ιερού Κήπου, δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει φούρνο στην αυλή του.
Οι οικογένειες συνήθως ήταν πολυμελείς με πολλά παιδιά και μερικές φορές με τους παππούδες και τις γιαγιάδες από κοντά. Ο φούρνος ήταν απαραίτητος για την συχνή παρασκευή «του άρτου ημών του επιούσιου», του ψητού της Κυριακής και των μεγάλων εορτών. Από τους πρώτους «ψουμάες» του χωριού ήταν ο μ. ο γείτονάς μας ο Γιακουμής της Τεψούς (Τερψιθέα), αργότερα οι γιοί του ο Νήσος (Ονησίφορος) και ο Δήμος (Δημοσθένης), και ο Τάκης ο Ψουμάς. Αυτοί έκαναν ψωμιά για τα παντοπωλεία, το συνεργατικό, και προμήθευαν και μαγαζιά στο Κτήμα. Πολλά λεωφορεία που εξυπηρετούσαν τα κοντινά μας χωριά, σταματούσαν στο μαγαζί του μ. του Νικόδημου Φακοντή, στον κύριο δρόμο προς την Λεμεσό, για πάρουν ψωμί και άλλες προμήθειες. Σ αυτούς τους φούρνους έψηναν επίσης σε λαμαρίνες και σινιά, τα ψητά με τις πατάτες και τα «μακαρόνια του φούρνου», για τα τραπεζώματα στους γάμους.
Οι φούρνοι στις αυλές κτίζονταν παλιά από πολύ καλούς τεχνίτες εξειδικευμένους, με ειδικές πέτρες πυράντοχες και επιχρίζονταν εξωτερικά με λάσπη από άσπρη άργιλο ζυμωμένη με άχυρα που χρησίμευε επίσης και για μόνωση. Αργότερα οι φούρνοι κτίζονταν μόνο με πυρότουβλα. Ο φούρνος έπρεπε να έχει κατάλληλο προσανατολισμό και θέση. Είχε τρύπες στην βάση για τον αερισμό κατά το άναμμα και προς την κορυφή (το φτίν του φούρνου), για την ρύθμιση της θερμοκρασίας του όταν πύρωνε. Οι τρύπες αυτές έκλειναν με πέτρες όταν ο φούρνος ήταν έτοιμος να δεχτεί τα ψωμιά.
Επίσης είχε στόμα, για την εισαγωγή των ξύλων και της βιομάζας καθώς και των ζυμωτών και φαγητών. Το πάνω καμαρωτό μέρος του στομίου του φούρνου, ήταν το λεγόμενο «φρύδιν» του φούρνου, το οποίον άμα άσπριζεν κατά το πύρωμα ήταν φανέρωμα ότι ήταν έτοιμος και δεν χρειαζόταν επιπλέον ξύλα. Υπάρχει και η σχετική παροιμία: «Ύστερα φέρνει ο φούρνος την πυράν», που δηλώνει την μέριμναν ώστε να μην πάθουμεν κανέναν χαττάν τζιαι κάψουμεν τα ψουμιά! Επειδή οι φούρνοι ήταν χωμάτινοι διαβρώνονταν από τις βροχές, και γι αυτό έπρεπε να συντηρούνται κατά διαστήματα με νέο επίχρισμα, ώστε να αποκαθίσταται η μόνωση του και για να μην πέσει .
Δεν είναι τυχαία η φράση που λέμε «έππεσεν κάνας φούρνος» , (που δηλώνει μεγάλο γεγονός)! Εξάρτηση κι αρματωσιά του φούρνου ήταν το φουρνόφκιον ή κόπη (το ξύλινο φτυάρι) για την εισαγωγή και εξαγωγή των ψωμιών και ο σύρτης ,το σιεροκόνταρον για το ανακάτεμα των ξύλων για να καούν, και μαζευτούν στις άκρες τα κάρβουνα και στη συνέχεια με μιάν πατσιαούραν (παλιόρουχο ή σακκούλλα, όχι συνθετικά) βρεγμένη, καθάριζαν τις πλάκες από τις στάχτες για να δεχτούν τα ψουμιά. Για το κλείσιμο του στομίου του φούρνου χρησιμοποιούσαν καμιάν παλιολαμαρίναν.
Όπως καταλαβαίνετε με το που πλησίαζε το Πάσχα, έπρεπε η κάθε οικογένεια να φροντίσει να πάρει το σιτάρι της στον μύλο στο Κτήμα (στου μ. του Πλατάκη),για το αλεύρι. Στο σπίτι έπρεπε να το περάσουν από την τατσιάν για να αφαιρεθεί το πίτουρον. Έπρεπε επίσης να καθαριστεί και να ασπρίσει το σισάμιν για τα σισαμένα, να είναι έτοιμο το προζύμι και τα τυριά για τες φλαούνες. Οι σκάφες, τα θκιαρτοσάνια, οι βούππες, οι λαμαρίνες και τα τα καλάθκια έπρεπε να πλυθούν και να καθαριστούν και να είναι έτοιμα!
Οι άντρες και τα κοπέλια μετά το άσπρισμα τού σπιτιού και των μαντρότοιχων, έχριζαν τους φούρνους και με αμάξια μόνιππα, με βουάμαξα ή με τρακτέρ με τρόλια (καρότσες) και άλλα μέσα, πήγαιναν στους θκυό ποταμούς (τον Κοτσιάτην και της Ασέλιας), όπου εύρισκαν και φόρτωναν ότι ξύλα και κλαριά κατέβαζαν οι ποταμοί από τα βουνά. Πολλοί πήγαιναν μέχρι το Χάποταμι με ξινάρια όπου έκοβαν και φόρτωναν σσhινιές, οι οποίες άμα ξηραίνονταν έκαναν πολύ καλό πύρωμα.
Γι αυτούς που δεν είχαν μέσον για να κουβαλήσουν την απαραίτητη καύσιμη ύλη, υπήρχαν οι προμηθευτές αγωγιάτες, ο μ. ο Φωσής και ο μ. ο Τσιεβρές με τις «γομαρκιές» τους (φορτίο γαϊδάρου με θρουμπιά). Αυτοί είχαν ο καθένας από τρία τέσσερα γαϊδούρια, πήγαιναν στο βουνό (στα μαζερά) όπου φύονταν μαζιά και θρουμπιά, τα έβγαζαν με τα ξυνάρια, τα φόρτωναν στα γαιδούρια και τα μοσχοπουλούσαν γιατί ήταν το πιο καλό μυρωδάτο καύσιμο (καύσιμη βιομάζα). Στην Καφκάλλα (νύν Ακρόπολη), εκτός από τις αβρόσσhυλλες ή σπούρτελλους, εφύοντο πολλά μαζιά και θρουμπιά. Ο μ. ο Φωσής (μπορεί από το Θεοδόσιος), ήταν γείτονας και τα γαϊδούρια του τα σταύλιζε κάτω από τις «καμάρες» της Κάτω Βρύσης.
Τα παραδοσιακά ζυμώματα των ημερών ήταν εκτός από τα ψωμιά, οι φλαούνες, οι κουμουλιές με το σισάμι και τα γαλένα και σπανιώτερα τα αρκατένα ή εφτάζυμα. Οι κουμουλιές, όταν ψήνονταν και βγαίναν από τον φούρνο κόβονταν κομμάτια και ξαναφουρνίζουνταν για να γίνουν ποξιμάδκια. Τα παξιμάδια ήταν βασικό είδος διατροφής των «αγωνιστών του κάμπου και των περβολιών». Το καλοκαίρι στα χωράφια, σε κάθε ζυμπίλι ή καλάθι μαζί με το χαλλούμι την ελιά και την ντομάτα υπήρχε και το παξιμάδι. Δεν είναι τυχαία η λαϊκή ρήση «Ετάξαν του φούρνους ποξιμάθκια».
Με το τελευταίο ζυμάρι, οι μανάδες μάς έφτιαχναν κουλούρια τα οποία φουρνίζονταν τελευταία μπροστά στο στόμιο του φούρνου για να βγουν πρώτα – πρώτα, δεδομένου ότι ήμασταν πάντα πειναλαίοι, ορεξάτοι και ανυπόμονοι να τα δοκιμάσουμε. Πραγματικά τα κουλούρια εκείνα είναι ακόμα στην μνήμη μας μέχρι σήμερα. Η μυρωδιά του ζεστού ψωμιού και η γλύκα του κουλουριού εκείνου ήταν το κάτι άλλο που δεν περιγράφεται.
Δυο κουμουλιές πήγαιναν πάραυτα ζεστές ζεστές στους παππούδες, που μας έδιναν τις ευτσιές τους « που τα είκοσι τους νύσhια», που μας συνοδεύουν μέχρι σήμερα .
Το χωριό μας, ο Ιερός Κήπος, όλη τη Μεγάλη βδομάδα ήταν μέσα στην γλυκιά μεθυστική μυρωδιά, του φρεσκοψημένου ψωμιού……..
Τα συνήθη σχόλια των ημερών των νοικοκυρών, ήταν για το αν πέτυχαν οι φλαούνες, αν ήταν ανέμπατα τα ψουμιά, αν ήταν αφρούγια τα ποξιμάθκια, αν η τάδε έκαψεν τες φλαούνες και αν τες εκοτσhίνησεν ο φούρνος ή αν αρπάξαν (ψιλοκάηκαν χωρίς να ψηθούν καλά)!
Σήμερα δεν χρειάζονται μεγάλες προετοιμασίες γιατί τα πάντα μπορεί ο καθείς να τα βρει έτοιμα στα Αρτοπωλεία και μάλιστα με χαρακτηριστικό γεωγραφικό προσδιορισμό (ΠΟΠ), πού έχει παρασκευαστεί.
Χρυσόστομος Χρυσοστόμου
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ