Συνέντευξη ντοκουμέντο από τον Ηγουμένου της Μονής Χρυσορρογιατισσης κ. κ. Διονύσιο.
Σημαντική μαρτυρία για τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ.
Με την συμβολή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ , καταφέραμε να «σώσουμε» το Κέντρο Συντήρησης Εικόνων και Χειρόγραφων.
Πότε ιδρύθηκε το κέντρο και ποιος ο σκοπός του;
Το Κέντρο Συντήρησης Εικόνων και Χειρόγραφων ιδρύθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1972 και λειτουργούσε στην Ιερά Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος, κοντά στην Τρεμετουσιά. Σύμφωνα με τον Ιδρυτικό Έγγραφο σκοπός του Κέντρου ήταν η κατά τρόπον επιστημονική συντήρηση και διαφύλαξη του αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού θησαυρού της Εκκλησίας και η προβολή τούτου, τόσον στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό. Το Κέντρο τούτο, μετά τη λειτουργία τριών περίπου ετών, με ένα αξιόλογο πολιτιστικό έργο, από της 14ης Αυγούστου του 1974, βρίσκεται κάτω από την μπότα του Τούρκου κατακτητή. Και η Μονή από πολιτιστικό Κέντρο έχει μετατραπεί σε στρατώνα στον οποίο διαμένει ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη δημιουργία αυτού του κέντρου;
Ο μεγάλος οραματιστής της φύλαξης, συντήρησης και προβολής του πολιτιστικού θησαυρού της Εκκλησίας μας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Γ’, λίγα χρόνια πριν την ίδρυση του Κέντρου, ανέθεσε στους κ. Πάτροκλο Σταύρου, Υφυπουργό τότε παρά τω Προέδρω και στον Αθανάσιο Παπαγεωργίου, Έφορο τότε Αρχαιοτήτων, την επισήμανση, παραλαβή και συγκέντρωση στην Ιερά Αρχιεπισκοπή όλων των Αρχαίων Εικόνων που βρισκόντουσαν μέχρι τότε σε ναούς και σε μονές, πάνω σε παγκύπρια κλίμακα. Για την συντήρηση των εικόνων αυτών εκλήθη από την Αθήνα ο ειδικός συντηρητής εικόνων, Φώτης Ζαχαρίου. Ο Φώτης Ζαχαρίου με το συνεργείο του παρέμεινε στην Κύπρο για μερικές εβδομάδες, όλες δε οι συντηρηθείσες εικόνες αποτέλεσαν την συλλογή των Βυζαντινών Εικόνων, που για πρώτη φορά θα έφευγαν από την Κύπρο για Έκθεση στην Ευρώπη.
Λέγεται ότι ο μ. Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έστειλε στη Ρώμη ένα μεμβρανώο χειρόγραφο που η συντήρηση του στοίχησε αρκετά λεφτά.
Παράλληλα, με τη συγκέντρωση και συντήρηση εικόνων, ο τότε Διευθυντής του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, κ. Θεόδωρος Παπαδόπουλος, με εντολή και πάλι του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ’, παρέλαβε από τη Βιβλιοθήκη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και έστειλε στο Ινστιτούτο Παθολογίας του Βιβλίου «Αλφόνσο Γκάλλο» ένα μεμβρανώο χειρόγραφο της Αρχιεπισκοπής, για συντήρηση. Όταν ο Μακαριότατος είδε τα έργα αυτά συντηρημένα ενθουσιάστηκε και εξέφρασε την επιθυμία να στείλει στη Ρώμη ένα κληρικό θεολόγο για να ειδικευτεί στα θέματα αυτά.
Περί τα τέλη του Αυγούστου του 1967, σε μια επίσκεψη του στην Πάφο, ο Μακαριότατος, ζήτησε να δει και τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς της Μητροπόλεως Πάφου, οι οποίοι κατά την περίοδο εκείνη ήταν υπό την επίβλεψη και προστασία μου. Παρόντες στην επίσκεψης εκτός του Μακαριότατου και του Μητροπολίτου Πάφου Γεννάδιου, ήταν και ο κ. Θεόδωρος Παπαδόπουλος και ο ΙωάννηςΤσικνόπουλος, ιστορικός – ερευνητής. Όταν ο Μακαριότατος είδε την άθλια κατάσταση των εκθεμάτων και τις παραδεκτές συνθήκες διαφύλαξης και συντήρησης τους, επανέλαβε και πάλι την επιθυμία του να στείλει στη Ρώμη ένα κληρικό θεολόγο για να ειδικευθεί. Τότε όλοι οι παρευρισκόμενοι στη συνάντηση είπαν: « Έχουμε τον άνθρωπο και ζητούμε άνθρωπο», εννοώντας εμένα. Ο Μακαριότατος έδωσε εντολή να εξασφαλιστούν οι θέσεις στις διάφορες σχολές και είπε στον Μητροπολίτη ότι ήταν έτοιμος να μας δεχθεί ένα πρωινό στο προεδρικό για το οριστικό κλείσιμο του πιο πάνω θέματος.
Πράγματι Δευτέρα πρωί αρχές του Σεπτέμβρη πήγαμε με τον Μητροπολίτη Πάφου στο Προεδρικό όπου είχαμε συνάντηση με τον Μακαριότατο. Ο Μακαριότατος μεταξύ των άλλων με ρώτησε αν μου άρεσε η εργασία αυτή και αν είχα τον απαιτούμενο ζήλο. Εγώ του απάντησα ότι και ζήλο έχω και ότι μου αρέσει η εργασία αυτή. Απευθυνόμενος τότε στον Μητροπολίτη Πάφου του είπε: «Άγιε Πάφου, εγγυάσαι ότι ο διάκος σου θα πάει στη Ρώμη και θα επιστρέψει να εργασθεί στην Εκκλησία της Κύπρου;». Ο Μητροπολίτης απάντησε: «Τον εγγυούμαι Μακαριότατε». Ο Μακαριότατοςαπευθυνόμενος μετά σε εμένα μου είπε: «Από τη στιγμή αυτή έχεις την υποτροφία». Τον ευχαρίστησα και τον αποχαιρέτησα με τις ευχές του για κάθε επιτυχία.
Εν τω μεταξύ, θετικές ήταν και οι απαντήσεις των Ινστιτούτων Παθολογίας του Βιβλίου «Αλφόνσο Γκάλλο» για εκπαίδευση στα χειρόγραφα και παλιά έντυπα κείμενα και του Κεντρικού Ινστιτούτου Συντήρησης για εκπαίδευση στις εικόνες και τους πίνακες. Θετική ήταν, επίσης, και η απάντηση της Σχολής της Βιβλιοθηκονομίας που λειτουργεί στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Στην Κύπρο επέστρεψα, μετά από σπουδές τεσσάρων ετών, το καλοκαίρι του 1971. Στην πρώτη συνάντηση που είχα με τον Μακαριότατο του παρουσίασα και την εικόνα που συντήρησα μετά την άφιξη μου στην Κύπρο και είναι «Η εις άδου κάθοδος του Κυρίου», η οποία ανήκει στη συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου της Πάφου.
Το θέμα της συνάντησης ήταν η δημιουργία Ειδικού Κέντρου Συντήρησης Εικόνων και Χειρογράφων. Όσον αφορά στον τόπο, εγώ εισηγήθηκα από την αρχή, τούτο να λειτουργήσει σε μια ιστορική Μονή της Κύπρου. Κι ενώ γνώριζα τις δυσκολίες, μετακίνησης των καλογριών από το Μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου, στο Πολιτικό, εγώ εισηγήθηκα, σαν το πρώτη επιλογή, το εν λόγω μοναστήρι. Ο Μακαριότατος μου απάντησε πως ήταν δύσκολη η μετακίνηση των καλογριών και μου αντιπρότεινε να χτίσει για τον σκοπό αυτό ειδικό συγκρότημα εκτός της Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα. Κι εκεί που συζητούσαμε για να καταλήξουμε κάπου, ο μακαριστός μου εισηγήθηκε τη μονή του Αγίου Σπυρίδωνος, κοντά στην Τρεμετουσιά. Μου είπε ότι είναι ωραία Μονή και ότι ήθελε να την αξιοποιήσει για χάρη του Μεγάλου Αγίου. «Σε συνδυασμό», μου είπε, «του ονόματος του μεγάλου Αγίου, και της τέχνης σου, πιστεύω ότι θα ξαναζωντανέψει ο ιερός αυτός χώρος».
Πόσο προσωπικό απασχολούσες στο Κέντρο, πόσα τμήματα λειτουργούσαν σε αυτό και πότε άρχισε την κανονική λειτουργία του;
Την επόμενη κιόλας, επισκέφθηκα τον ιερό αυτό χώρο. Προσκύνησα τον τάφο του Αγίου Σπυρίδωνος και μετά είδα όλα τα κελιά της Μονής. Επιστρέφοντας πίσω ετοίμασα το πρόγραμμα μου και στην πρώτη συνάντηση με τον Μακαριότατο, αφού του ανέφερα ότι η πρόταση του με βρίσκει σύμφωνο, του ανέπτυξα, σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα μου.
Έδωσε εντολή να παραγγελθούν όλα τα μηχανήματα, τα εργαλεία, τα έπιπλα, ο ιαπωνικός χάρτης και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία του Κέντρου. Παράλληλα, μου είπε να επιλέξω, εγώ ο ίδιος προσωπικό που θα επάνδρωνε το Κέντρο. Στη Μονή εγκαταστάθηκα στις 27 Οκτωβρίου 1971. Για τις εργασίες στο Κέντρο, προσέλαβα ένα συντηρητή χειρογράφων, ένα βιβλιοδέτη, ένα συντηρητή εικόνων, ένα φωτογράφο και ένα φύλακα – κηπουρό του Κέντρου και της Μονής. Αφού τους έκανα τα απαραίτητα μαθήματα, μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου του 1972, από της 1ης Φεβρουαρίου του 1972 το Κέντρο άρχισε την κανονική λειτουργία του.
Στο Κέντρο λειτουργούσαν, χωρίς κανένα πρόβλημα, τα πιο κάτω τμήματα: Το Τμήμα Συντήρησης Χειρογράφων και παλιών εντύπων κειμένων, το Τμήμα Συντήρησης εικόνων, Πλήρες Βιβλιοδετείο με Τμήμα Συντήρησης παλιών σταχώσεων χειρογράφων και εντύπων κειμένων, Πλήρες Φωτογραφείο και Αρχείο Εικόνων και Ιερών Σκευών και Αντικειμένων. Το τελευταίο το διαχειριζόμουν αποκλειστικά εγώ.
Στη σύντομη λειτουργία του κέντρου πόσες περίπου εικόνες συντηρήθηκαν και από πλευράς χειρογράφων και εντύπων κειμένων πόσα;
Στη διάρκεια της σύντομης λειτουργίας του, συντηρήθηκαν δεκάδες εικόνες που βρίσκονται τόσο στις ελεύθερες περιοχές, όσο και στα κατεχόμενα. Μεταξύ των εικόνων που συντηρήθηκαν στο Κέντρο και επεστράφησαν στις θέσεις τους και παρέμειναν στα κατεχόμενα είναι η Παναγία της Λύσης, έργο ΙΒ’ αιώνα, η Παναγία της Καντάρας, έργο του ΙΔ’ αιώνα, η Παναγία του Γερόλακκου έργο του ΙΣΤ’ αιώνα, ο Προφήτης Ηλίας του Μαραθόβουνου, έργο ΙΣΤ’ αιώνα κ.α. Στο Κέντρο συντηρήθηκε, επίσης, η αξιόλογη παλίμψηστη εικόνα της Παναγίας του Παλιομετόχου (ΙΒ’΄καιΙΣΤ’΄αιώνα), και αρκετές εικόνες που κοσμούν το Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, το Βυζαντινό Μουσείο της Πάφου και το πρόσφατα ανακαινισθέν εικονοσκευοφυλάκιο της Μονής του Τιμίου Σταυρού, στο Όμοδος. Από πλευράς χειρογράφων και παλαιών εντύπων κειμένων συντηρήθηκαν χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, παλαιά έντυπα – κείμενα της Βιβλιοθήκης του Τμήματος Αρχαιοτήτων και διάφορα έγγραφα της πολύτιμης Επτανησιακής συλλογής του μ. Ευαγγέλου Π. Λουϊζου από το Βαρώσι.
Όσον αφορά στο Αρχείο Εικόνων τι έχετε να μας πείτε;
Σχετικά με το Αρχείο Εικόνων, Ιερών Σκευών και Αντικειμένων, κάθε Τρίτη και Πέμπτη μαζί με το φωτογράφο του Κέντρου, εξορμούσαμε στην ύπαιθρο για φωτογράφιση και καταγραφή των πιο πάνω αντικειμένων. Στο διάστημα των τριών περίπου ετών της παρουσίας μου στο Κέντρο, φωτογραφήθηκαν και καταγράφηκαν και πέρασαν σε δακτυλογραφημένα δελτάρια με τις φωτογραφίες τους, γύρω στις δέκα χιλιάδες εικόνες, ευαγγέλια, άγια ποτήρια, δισκάρια, θυμιατά, κανδήλες, παλιά έντυπα κείμενα κι άλλα που χρονολογούντο από 1100 μέχρι το 1920. Επειδή το υλικό ήταν πολύ, ο Μακαριότατος, για να με διευκολύνει, ανέθεσε και σε δακτυλογράφους του Προεδρικού να δακτυλογραφούν στα δελτάρια τις σημειώσεις μου. Σημειώσεις και δελτάρια κάηκαν από τους πραξικοπηματίες κατά την έφοδο τους στο Προεδρικό Μέγαρο στις 15 Ιουλίου 1974. Το αρχείο που παρέμεινε στο Κέντρο είναι άγνωστο το τι έχει απογίνει. Γιατί κανένας δε μπόρεσε ποτέ να προσεγγίσει τη Μονή. Σα λόγος απαγόρευσης προβάλλεται σε όλους, μάλιστα και σε ξένους Πρέσβεις, ότι η Μονή βρίσκεται σε αυστηρή στρατιωτική ζώνη.
Μετά από μια συνάντηση που είχα στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, παρών ήταν και κάποιος Βαφόπουλος εξ Ελλάδος, ο οποίος έμενε μόνιμα στο Λίβανο. Ο κύριος αυτός ανέλαβε το έργο τις αντιγραφής συντηρημένων εικόνων. Ο μ. Αρχιεπίσκοπος ανάθεσε και αυτό το έργο σε εμένα.
Θα θέλαμε να μας πείτε για τον καταλυτικό ρόλο των τριών Μητροπολιτών και της ΕΟΚΑ Β’ για το Πολιτιστικό αυτό Κέντρο, που σήμερα θα ήταν ένα Κέντρο Διεθνούς ενδιαφέροντος.
Το άνοιγμα της Μονής και η εκεί παρουσία μου, συνέπεσαν με την εκκλησιαστική κρίση και την δράση της ΕΟΚΑ Β’ εναντίον του Αρχιεπισκόπου. Η επανάνοιξη της Μονής εκίνησε την υποψία ότι ο Μακαριότατος θα χρησιμοποιούσε τη Μονή ως οπλαποθήκη και σαν προπύργιο των Μακαριακών στην περιοχή. Τούτο μου το αποκάλυψε μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή ο υπεύθυνος της ΕΟΚΑ Β’ Τρεμετουσιάς, ο οποίος, μεταξύ άλλων, μου είπε ότι έβαλαν άνθρωπο να με παρακολουθεί και σε περίπτωση που αλήθευαν οι πληροφορίες θα με έδιωχναν νύχτα από το Μοναστήρι. Εν τω μεταξύ, με το ξέσπασμα και της εκκλησιαστικής κρίσης δεχόμουν συνεχώς επισκέψεις από κληρικούς που πρόσκειντο στους τρεις Μητροπολίτες. Μεταξύ αυτών που με επισκέφθηκαν ήταν και ο Χωρεπίσκοπος Αμαθούντος Καλλίνικος, ο οποίος για τρεις περίπου ώρες προσπαθούσε να με πείσει για την ορθότητα των κινήσεων των τριών Μητροπολιτών εναντίον του Αρχιεπισκόπου. Φεύγοντας απογοητευμένος μου είπε: «Λυπούμαι, άγιε Αρχιμανδρίτα, αλλά είσαι κομματισμένος».
Η 15η Ιουλίου 1974 ήταν η τελευταία μέρα λειτουργίας του Κέντρου. Οι τελευταίοι επισκέπτες του ήταν οι ένοπλοι εοκαβιτατζήδες που στις 16 Ιουλίου 1974 γύρω στο 4.30 το πρωί εισήλθαν στη Μονή για έρευνες. Ο επικεφαλής της ομάδας, ερεύνησε εμένα προσωπικά και μετά το διαμέρισμα μου, την Εκκλησία, τα εργαστήρια, το φωτογραφείο και το αρχείο. Από την έρευνα δεν γλύτωσε ούτε η μικρή εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του ντεπόζιτου πάνω στη φουντάνα του αγιάσματος του Αγίου. Μετά από μια σχετικά σύντομη ανάκριση, και αφού δεν βρήκαν τίποτε εις βάρος μου, αποχώρησαν αφήνοντας με ένα ράκος ψυχικά βαριά τραυματισμένο.
Όλη την περίοδο από το πραξικόπημα μέχρι τη τουρκική εισβολή, και με εξαίρεση την 16η Ιουλίου που εισήλθαν οι Εοκαβιτατζήδες, η κεντρική είσοδος της Μονής δεν άνοιξε καθόλου. Οι κινήσεις των πέντε ατόμων που βρισκόμασταν στη Μονή περιοριζόντουσαν εντός του περιφραγμένου χώρου της Μονής. Η κεντρική θύρα της Μονής άνοιξε το Σάββατο 20 Ιουλίου. Απέναντι από την είσοδο, σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων, υπήρχε καθ’ όλο αυτό το διάστημα ένοπλος Εοκαβιτατζής. Βγαίνοντας τον καλημέρισα και του είπα: «Τι θέλαμε να κάμουμε το πραξικόπημα, για να φέρουμε τους Τούρκους;». Η απάντηση στην ερώτηση μου ήταν: «Παρά Κύπρος κομμουνιστική, καλύτερα Κύπρος τουρκική»¨. Ακούοντας αυτή τη φράση ήρθε αμέσως στη σκέψη μου η φράση: «Παρά παπική τιάρα, καλύτερα κόκκινο φέσι», που εκστόμιζαν οι υπερπατριώτες και υπερορθόδοξοι τις παραμονές της άλωσης της Κωνσταντινούπολης.
Έμεινα στη Μονή μέχρι τις 14 Αυγούστου του 1974, ότε και διετάχθη η εκκένωση της Τρεμετουσιάς. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, από το πραξικόπημα μέχρι την εισβολή, δεν είχα το απαιτούμενο κουράγιο και την ψυχική αντοχή να ξανά ασχοληθώ με τα θέματα αυτά, γιατί για εμένα όλα έληξαν στις 15 Ιουλίου 1974.
Τέλος θα θέλαμε να μας πείτε και για το ρόλο σας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955 – 1959.
Για εμένα ήταν ντροπή τα όσα συνέβησαν εις βάρος μου στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, που αγάπησα και αγαπώ και θα αγαπώ μέχρι το τέλος της ζωής μου. Και λέγω ήταν ντροπή γιατί σα μέλος της ΕΟΚΑ μαρτύρησα στις 15 Μάϊου του 1956 στον σταθμό των Τούρκων επικουρικών στην Πάφο. Για δυο ώρες, περίπου, με βασάνιζαν, χτυπώντας μεταξύ άλλων στα πέλματα των ποδιών μου με κλομπ. Σαν αποτέλεσμα των βασινιστηρίων, για ένα ολόκληρο μήνα περπατούσα με δεκανίκια. Όπως είναι γνωστό, ο λόγος της παραίτησης μου από την Ηγουμενία της Μονής Χρυσορρογιατίσσης ήταν λόγος υγείας, λόγω της κατάστασης των ποδιών μου. Σα μέλος της ΕΟΚΑ, είχα το ψευδώνυμο ΘΑΝΟΣ και είχα αλληλογραφία με τους Τομεάρχες τότε της ΕΟΚΑ της Πάφου Γιαννάκη Λουκά και Τεύκρο Λοϊζου, Στην Πάφο ήμουν υπεύθυνος των Θ.Ο.Ι. που ο ίδιος ίδρυσα με εντολή του Διγενή. Ίδρυσα τότε στην Πάφο 45 Θρησκευτικά Ιδρύματα , τα οποία και διεύθυνα. Αυτά κάλυπταν όλη την Μητροπολιτική Περιφέρεια της Πάφου, από τον Παχύαμμο μέχρι το Φοινί και τις Κάτω Πλάτρες. Τέλος, και πάλι με εντολή του Διγενή, σχημάτισα ομάδα αγωνιστών στο χωριό μου, τις Κέδαρες, με αρχηγό το Χρίστο Ζορμπά το οποίο όρκισα και του έδωσα το ψευδώνυμο ΛΙΝΟΣ. Η ομάδα αυτή ε΄δρασε στο τέλος του αγώνα με μια επιτυχημένη ενέδρα στην περιοχή Αγίου Αντωνίου στις Κέδαρες. Την περίοδο αυτή ήμουν διάκονος στην κοινότητα Γεροσκήπου. Στην κοινότητα μετέφερα τις επιστολές του Τομεάρχη της ΕΟΚΑ Πάφου, Τεύκρου Λοϊζου στον υπεύθυνος της ΕΟΚΑ Γεροσκήπου, ΜόδεστοΠαπαλλά.
Από ότι θυμούμαι στις 23 Δεκεμβρίου του 1958, ήρθε μια επιστολή από τον Τομεάρχη Τεύκρο Λοϊζου, προς τον Μόδεστο Παπαλλά. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, την επιστολή θα την μετέφερα το πρωί, στις 24 Δεκεμβρίου, που θα ελάμβανα μέρος στον Εσπερινό και στη Θεία Λειτουργία της 24ης Δεκεμβρίου. Εγώ, μόλις πήρα την επιστολή, ετοιμάσθηκα και πήγα με ταξί στη Γεροσκήπου, όπου έδωσα την επιστολή τον μ. τον Μόδεστο. Μετά πήγα στην Εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και προσκύνησα και επέστρεψα στην Μητρόπολη όπου και έμενα. Εκεί τηλεφώνησα στον Πελοπίδα, που είχε γραφείο ταξί στην Πάφο, η ώρα 6.00 το πρωί να με πάρει στη Γεροσκήπου. Πράγματι, την επόμενη η ώρα 6.00 το πρωί ήρθε και μου είπε ότι στην πλατεία του Έρωτα, που βρισκόταν στο δρόμο μας είχε σταματημένο αυτοκίνητο της Αστυνομίας. Εγώ, επειδή ήμουν καθαρός, δεν είπα τίποτες, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Όταν φθάσαμε εκεί, μας σταμάτησαν, μας ερεύνησαν και μετά μας οδήγησαν στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό Πάφου,αναμένοντας τους ανακριτές. Όταν έφθασαν οι τρεις ανακριτές, μεοδήγησαν στο γραφείο τους, όπου άρχισε η έρευνα για την επιστολή. Αφού έλεγξαν το ράσο και το αντερί μου έβγαλαν τα παπούτσια, τις κάλτσες και μετά το τρικό, το πουκάμισο και τα εσώρουχα, αφού έλεγξαν το πίσω μέρος, μου επέστρεψαν τα ρούχα και αφού τα φόρεσα με άφησαν ελεύθερο, όπου πήγα στη Γεροσκήπου καθυστερημένα και αφού ντύθηκα τα διακονικά μου συνέχισα με τον ιερέα τη Θεία Λειτουργία. Επιστρέφοντας στη Μητρόπολη, ανέφερα τα πιο πάνω στον τομεάρχη μου που μου κατονόμασε στο πρόσωπο πίσω από την ιστορία αυτή που ήταν κάτοικος Γεροσκήπου.