Το χωριό Στενή βρίσκεται στο Βορειοδυτικό μέρος της Κύπρου, πέντε χιλιόμετρα από την θάλασσα του Κόλπου της Χρυσοχούς.
Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 200 μέτρων πάνω από τη θάλασσα και το κλίμα του είναι ιδανικό όλες τις εποχές του χρόνου. Το γεγονός ότι σε μια ακτίνα δέκα χιλιομέτρων από την ακτή του Κόλπου της Χρυσοχούς, παράγονται κεράσια, αβοκάτο, μάγγο, καρπούζια, μήλα, μπανάνες, πορτοκάλια και σχεδόν ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος, δείχνει πραγματικά το κλίμα που υπάρχει σ’ αυτή την περιοχή, που δεν συναντάται σε άλλες περιοχές, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και παγκοσμίως.
Στα Ανατολικά του χωριού, ανεβαίνοντας στο βουνό μια απόσταση δύο χιλιομέτρων, ο επισκέπτης μπορεί να δει το δάσος Πάφου και στα Βορειοδυτικά ολόκληρο τον κόλπο της Χρυσοχούς με τα γύρω χωριά. Μια πραγματικά πανέμορφη εικόνα, που δύσκολα συναντάται αλλού.
Πώς πήρε το όνομα «Στενή» κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αν και υπάρχουν δύο εκδοχές, κατά τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού.
Η πρώτη είναι ότι λόγω της τοποθεσίας που αρχικά υπήρξε ο πρώτος οικισμός , σ’ ένα στενό μέρος στις όχθες του ποταμού που διασχίζει την κοινότητα και ίσως να της δόθηκε το όνομα αυτό.
Η δεύτερη είναι ότι ο πρώτος κάτοικος του χωριού ήταν βοσκός, ο οποίος έκτισε την μάντρα του στο μέρος αυτό την οποίαν ονόμαζαν «στένια» από το «στάνη» και έτσι με το χρόνο από στένια έγινε «Στενή».
Πότε άρχισε να υπάρχει το χωριό, δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, αλλά από ένα μέρος του παλιού νερόμυλου δίπλα στον ποταμό, που διασχίζει την κοινότητα, ειδικοί έχουν αποφανθεί ότι είναι κτίσμα του 16 ου αιώνα, έτσι και το χωριό θα είναι της ίδιας περίπου χρονολογίας.
Άλλες πληροφορίες φέρουν το χωριό να υπάρχει κατά την διάρκεια ανέγερσης του Μοναστηριού της Παναγίας της Χρυσολάκουρνας, γύρω στον 12 ον αιώνα.
Όπως όλα τα χωριά της περιοχής έτσι και οι κάτοικοι της Στενής ασχολούνταν από τα παλιά τα χρόνια, με την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Λόγω του ότι η Στενή βρίσκεται μεταξύ βουνού και κάμπου, τα δύο αυτά επαγγέλματα των κατοίκων της, ήταν προσοδοφόρα, το δε νερό από τον ποταμό που διασχίζει την κοινότητα ήταν για τα παλιά χρόνια το παν για τους κατοίκους της.
Ο πληθυσμός της Στενής είχε μια αυξητική τάση μέχρι το 1930, γύρω στους 300 κατοίκους, αλλά δύο μεγάλα ρεύματα μετανάστευσης στην Νότιο Αφρική από 1930-1950 και από 1960-1975, έφεραν το χωριό στο στάδιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Ένα πιο μικρό ρεύμα άρχισε προς την Νότιο Αφρική, αρχές του 20ου αιώνα έτσι η χώρα αυτή ήταν η επιλογή όλων των μεταναστών της Στενής.
Το Δημοτικό Σχολείο της Στενής, λειτούργησε το 1925 με 35 μαθητές, εκ των οποίων 27 ήταν αγόρια και 8 κορίτσια, με πρώτο δάσκαλο τον αείμνηστο Λουκά Αργυρίδη από τα Κατύδατα Σολέας. Έπαψε δε να λειτουργεί το 1983, λόγω μειωμένου αριθμού παιδιών. Τα παιδιά της κοινότητας φοιτούν σήμερα στα περιφερειακά σχολεία της Πόλης Χρυσοχούς.
Με την κατασκευή του υδατοφράγματος «Ευρέτους» η ζωή των κατοίκων, ειδικά των γεωργών, άλλαξε αφού είχαν τώρα άλλες επιλογές από την παραδοσιακή γεωργία, καλλιεργώντας μόνο δημητριακά. Τα κυρίως προϊόντα σήμερα είναι εσπεριδοειδή, ελιές και δημητριακά. Εκτός από αυτούς που ασχολούνται με την γεωργία, άλλοι εργοδοτούνται στην Τουριστική βιομηχανία της περιοχής και άλλοι με τεχνικά επαγγέλματα.
Αρχές του 1980 άρχισε και πάλι να αυξάνεται ο πληθυσμός της κοινότητας, λόγω κυρίως της παραμονής νέων στο χωριό και του επαναπατρισμού των μεταναστών από την Νότιο Αφρική, λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στη περιοχή αυτή.
Σήμερα κατοικούν στην Στενή γύρω στα 120 άτομα, αλλά όπως έχει αναφερθεί, με την αυξητική τάση που υπάρχει, καθώς και την εγκατάσταση ξένων στο χωριό, προβλέπεται ότι ο πληθυσμός θα διπλασιαστεί, τα επόμενα πέντε χρόνια.