Το Διοικητικό Δικαστήριο με σημερινή του απόφαση ακύρωσε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου να ακυρώσει άδεια οικοδομής του αιτητή, που είχε ανεγερθεί σε τ/κ γη, κρίνοντας πως ο αιτητής έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς καταχώρηση και συνέχιση προώθησης της παρούσας προσφυγής.
Οι λόγοι της ακύρωσης της απόφασης του Δήμου Πάφου είναι όπως αναφέρει η απόφαση, ότι δεν αιτιολόγησαν την απόφαση τους, επίσης επειδή εκκρεμούσε ιεραρχική προσφυγή από τον αιτήτη εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών να του τερματίσει τη μίσθωση.
Συγκεκριμένα ο Δήμος Πάφου ακύρωσε άδεια οικοδομής του Α. Ευρίπίδου στην Περβόλα στο χώρο στάθμευσης η οποία έχει ανεγερθεί σε τουρκοκυπριακή γη που του παραχωρήθηκε από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών και για την οποία ο αιτητής είχε εξασφαλίσει άδεια οικοδομής. Ο αιτητής πρόσβαλε την απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου του Δ. Πάφου και το Διοικητικό Δικαστήριο με σημερινή του θεώρησε άκυρη την απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου. Το Διοικητικό Δικαστήριο με σημερινή του απόφαση έκρινε πως ο αιτητής Α. Ευριπίδου έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς καταχώρηση και συνέχιση προώθησης της παρούσας προσφυγής και ακολούθως προχώρησε στην ακύρωση της απόφασης του δημοτικού συμβουλίου.
Οι λόγοι της ακύρωσης της απόφασης του Δήμου Πάφου είναι όπως αναφέρει η απόφαση, ότι δεν αιτιολόγησαν την απόφαση τους , επίσης επειδή εκκρεμούσε ιεραρχική προσφυγή από τον αιτήτη εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών να του τερματίσει τη μίσθωση.
Στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης σημειώνει πως εν πρώτοις εγείρεται ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης και / ή μη επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφαση του καθ’ου η αίτηση του Δήμου Πάφου με την οποία ανακλήθηκε η άδεια οικοδομής που είχε εκδοθεί κατόπιν υποβολής της αίτηση αρ/ Α200/2011 του Επάρχου Πάφου εκ μέρους της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για τον αιτητή.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει πως , όπως προκύπτει από τα ενώπιον του στοιχεία, η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Εκτελεστικής Επιτροπής του Δήμου, ημερομηνίας 16.6.2017 και γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δια σχετικής επιστολής ημερομηνίας 20.6.2017.
Σύντονη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι ο αιτητής εκτοπισθείς από το Μπέλλαπαις της Επαρχίας Κερύνειας, κατείχε , δυνάμει σύμβασης μίσθωσης που είχε υπογραφεί μεταξύ αυτού και του ΥΠΕΣ ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών , ημερομηνίας 14.9.1998 , κατάστημα που χρησιμοποιούσε για πώληση ειδών άρδευσης και το οποίο βρισκόταν εντός του τεμαχίου με αριθμό 2881 στην Πάφο.
Ακολούθως στις 26.1.2009 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ του αιτητή και του Κηδεμόνα για παραχώρηση προς τον αιτητή άδειας χρήσης του τεμαχίου, ενώ αργότερα υπεβλήθηκε προς το Υπουργείο Εσωτερικών αίτημα για επέκταση του εντός του τεμαχίου καταστήματος με την κατασκευή στεγασμένου αποθηκευτικού χώρου.
Ακολούθησε όπως αναφέρθηκε στις 4.3.2010 , η υποβολή αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας, η οποία αφορούσε στην επέκταση του υπό αναφορά καταστήματος και η οποία απέληξε στην έκδοση της Πολεοδομικής άδειας. Την έκδοση της εν λόγω άδειας ακολούθησε στις 27.10.2011 , η υπό του Επάρχου Πάφου υποβολή αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής στον αιτητή , αναφορικά με την επέκταση του καταστήματος εντός του τεμαχίου.
Στη συνεδρία της ημερομηνίας 28.3.2012 , η Εκτελεστική Επιτροπή του Δήμου ενέκρινε την εν λόγω αίτηση, ενημέρωσε δε σχετικά τον Έπαρχο με σχετική επιστολή ημερομηνίας 16.5.2012.
Ακολούθως ωστόσο περί τον Μάρτιο του έτους 2017 , σύμφωνα πάντα με τα ενώπιον του γεγονότα, διαπιστώθηκε από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ότι οι εργασίες που εκτελούνταν στο τεμάχιο δεν ήταν σύμφωνα με τα εγκριθέντα στην άδεια οικοδομής σχέδια, η δε επέκταση του καταστήματος διέφερε από την αρχικώς εγκριθείσα και επενέβαινε σε γειτονικό τεμάχιο.
Ως εκ των πιο πάνω, με σχετική επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον αιτητή Α. Ευριπίδου γνωστοποιούνταν σε αυτόν ότι ο Κηδεμόνας, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της προαναφερθείσας Άδειας Χρήσης και ιδιαίτερα ότι ο αιτητής παραβίασε τον όρο αυτής, αποφάσισε τον τερματισμό της εν λόγω Άδειας και ότι από 23.6.2017 αυτή δεν θα βρίσκεται σε ισχύ. Καλούνταν δε, περαιτέρω ο αιτητής να κατεδαφίσει / απομακρύνει οποιεσδήποτε κατασκευές είχε δημιουργήσει στο τεμάχιο και να παραδώσει στον Κηδεμόνα ελεύθερη την κατοχή του τεμαχίου εντός ενός μηνός από την ημερομηνία σύνταξης της επιστολής ( 7.6.2017) . Επίσης σύμφωνα δε με τον όρο 3 παραχώρησης άδειας χρήσης , ο αιτητής αναλάμβανε την υποχρέωση να χρησιμοποιεί το αντικείμενο ούτως ώστε να μην προξενεί οχληρία ή ζημιά σε τρίτους, αν δεν υπάρξουν βάσιμα παράπονα για οχληρία από τη χρήση του αντικειμένου, ο Κηδεμόνας δικαιούται να τερματίσει την άδεια χρήσης , δίνοντας ειδοποίηση 15 ημερών.
Ακολούθησε συνεδρία της Εκτελεστικής Επιτροπής του Δήμου ημερομηνίας 16.6.17 , κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση ανάκλησης της άδειας οικοδομής, απόφαση που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δια σχετικής επιστολής .
Ο αιτητής αντέδρασε και την1.9.2017 καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.
Ο καθ’ου η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι στερείται ο αιτητής του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής εφόσον δεν είναι ούτε ιδιοκτήτης, αλλά ούτε και νόμιμος κάτοχος του επίδικου ακινήτου. Επ’ αυτού, η πλευρά του αιτητή αντιτείνει ότι σαφώς και ο αιτητής έχει άμεσο έννομο συμφέρον, καθότι είναι ο κάτοχος και /ή ενοικιαστής και / ή χρήστης του ακινήτου , καθώς και το άτομο εναντίον του οποίου καταχωρήθηκαν δύο ποινικές υποθέσεις, για ανέγερση οικοδομής, κατά παράβαση των όρων άδειας οικοδομής και για ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια. Εξάλλου , σύμφωνα με το σχετικό ισχυρισμό ο αιτητής εξακολουθεί να είναι ο κάτοχος του ακινήτου, εφόσον στις 20.6.17 , καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή κατά της προαναφερθείσας απόφασης τερματισμού άδειας χρήσης, η οποία ακόμα εκκρεμεί.
Πέραν τούτου , όπως αναφέρεται στην απόφαση, από την πλευρά του αιτητή, εγείρονται τρεις λόγοι ακύρωσης, εν πρώτοις προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση στερείται της δέουσας και / ή επαρκούς αιτιολογίας. Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο ακύρωσης , εγείρεται ο ισχυρισμός περί παντελούς έλλειψης πρακτικών και εν πάση περιπτώσει, περί μη άρτιων και /ή « νεφελωδών» πρακτικών, ενώ τίθεται και ζήτημα παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, λόγω αντιφατικής συμπεριφοράς της Διοίκησης η οποία επιπρόσθετα δεν έλαβε καθόλου υπόψη της το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση άδειας οικοδομής μέχρι και την ανάκληση της.
Aντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε καθόλα σύντομη και ορθή και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, είναι δε αυτή επαρκώς και /ή δέοντως αιτιολογημένη, ενώ το ίδιο το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας του Δήμου, ημερομηνίας 16.6.2017, ανατρέπει τον σχετικό ισχυρισμό του αιτητή περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών.
Προέχει βεβαίως , λόγω της φύσης του αλλά και ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, ο ισχυρισμός που εγείρεται δια της προδικαστικής ένστασης του καθ’ ου η αίτηση περί μη νομιμοποίησης και / ή έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος του αιτητή προς καταχώρηση και προώθηση της προσφυγής του.
Επιπρόσθετα στην απόφαση αναφέρεται πως σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Τουρκοκυπριακών περιουσιών Νόμου ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο παρέχεται σε κάθε ενοικιαστή / αδειούχο ακινήτου, ως το υπό αναφορά, δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής κατά απόφασης του Κηδεμόνα που δεν τον ικανοποιεί.
Το Δικαστήριο αναφέρει ακόμη πως με αυτά τα δεδομένα, κρίνει ότι ο αιτητής νομιμοποιείται να προωθήσει την προσφυγή του αφού επηρεάζεται δεσμενώς, από την επίδικη απόφαση, η οποία εν πάση περιπτώσει, τον αφορά άμεσα και προσωπικά, εφόσον ενόσω παραμένει κάτοχος της άδειας χρήσης του τεμαχίου τουλάχιστον μέχρι την έκδοση απόφασης επό της ιεραρχικής προσφυγής, δικαιούται να το χρησιμοποιεί σύμφωνα με τους όρους της άδειας χρήσης, ένας εκ των οποίων ήταν η προηγούμενη εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής για τη διαμόρφωση του χώρου εντός του τεμαχίου. Είναι προσθέτει, δε αυτή ακριβώς η άδεια που ανακλήθηκε , ήτοι η άδεια οικοδομής, την οποία είχε αρχικώς εξασφαλίσει ο αιτητής και αποτελεί η ανάκληση αυτή το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Η απόφαση του καθ’ου αίτηση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δια επιστολής ημερομηνίας 20.6.17. Στην εν λόγω επιστολή με τίτλο « ανάκληση της άδειας οικοδομής που εγκρίθηκε μέσω της αίτησης υπ’ αρ. Α200/2011 της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/κ Περιουσιών δια Ανδρέα Ευριπίδου» σημειώνει πως δεν χωρεί αμφιβολία ότι στην εν λόγω επιστολή δεν παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία αναφορικά με τους λόγους ανάκλησης της επίδικης άδειας οικοδομής και η πληροφόρηση που δίδεται στον αιτητή επ’ αυτού κάθε άλλο παρά επαρκής μπορεί να χαρακτηριστεί.
Το Δικαστήριο αναφέρει ακόμη πως εξετάζοντας προσεκτικά το υπό αναφορά πρακτικό και δη το αμέσως προεκτεθέν απόσπασμα, παρατηρεί εν πρώτοις, την παντελή απουσία από την υπό της Επιτροπής δοθείσα αιτιολογία οποιασδήποτε αναφορά στη νομική βάση δυνάμη της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Επιπρόσθετα συνεχίζει δεν χωρεί αμφιβολία ότι μοναδική αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης αποτελεί η διαπίστωση της Επιτροπής ότι ο Υπουργός Εσωτερικών « προφανώς δεν επιθυμούσε τη χορήγηση τέτοιας άδειας οικοδομής» και πως « φαίνεται ότι λανθασμένα θεωρήθηκε ότι ο Κηδεμόνας Τ/κ Περιουσιών επιθυμούσε τη χορήγηση τέτοιας άδειας.
Το Δικαστήριο τονίζει πως παρατήρησε ότι στην ένσταση του καθ’ου η αίτηση, αλλά και στης γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του, αναφέρεται ότι η υπό αναφορά άδεια οικοδομής ανακλήθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς και ότι, ενώ η αρχική αίτηση του Κηδεμόνα αφορούσε μόνο στην κατασκευή στεγασμένου αποθηκευτικού χώρου, η αίτηση κατέληξε, να είναι αίτηση για οικοδομή, με αποτέλεσμα το γεγονός αυτό να αντιστρατεύεται τόσο την πρόθεση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, όσο και τους όρους της άδειας χρήσης του ακινήτου. Ωστόσο συνεχίζει, πουθενά στο πρακτικό της λήψης της επίδικης απόφασης, δεν αναφέρονται τα πιο πάνω, ούτε και η Επιτροπή αναφέρει στην απόφαση της, να έχει λάβει υπόψη της τη σχετική επί του θέματος γνωμάτευση του ΓΕ της Δημοκρατίας , ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση αποτελούν εκ των υστέρων αιτιολογία, η οποία και δεν είναι επιτρεπτή.
Το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε επίσης πως ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί, εφόσον , για τους λόγους που έχουν προεκταθεί, η επίδικη απόφαση, κρίνεται ως ελλιπώς και / ή μη επαρκώς αιτιολογημένη υποκείμενη ωσαύτως σε ακύρωση. Επισημαίνει δε, πως με την πιο πάνω διαπίστωση παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα.
Κατά συνέπεια, καταλήγει στην απόφαση του το Δικαστήριο, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με 2.000 ευρώ υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ού η αίτηση, πλέον Φ.π.α. εάν υπάρχει.