«Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις.»
«Παναγιά μου ψιθύρισα, σώσε με και θ’ ανάβω πάντα το καντήλι σου», έγραφε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης σε ένα από τα 500 ποιήματα, που είχε γράψει μέσα σ’ ένα χρόνο στο βουνό.
Δεκαοχτώ Δεκεμβρίου 1956, πριν από 63 ολόκληρα χρόνια, οι Άγγλοι κατακτητές σκλαβώσανε τον τραγουδιστή της Λευτεριάς, Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
Όλο σχεδόν το βράδυ φυλάγαμε μαζί καραούλι, κουβεντιάζοντας μέχρι το πρωί. Εκείνο το βράδυ, τραγουδούσε το τραγούδι του Τόνι Μαρούδα «Απόψε είναι για ‘μας η νύχτα η τελευταία». Όταν άρχισε πια να ξημερώνει, ελέγξαμε με τα κιάλια τη γύρω περιοχή κι αφού δεν υπήρχε καμία κίνηση του εχθρού, κατεβήκαμε στις όχθες του ποταμού, για να βρούμε λίγα βατόμουρα και βελανίδια από τις λακιές να φάμε πρωινό. Τα τρόφιμα είχαν τελειώσει και οι επιχειρήσεις του εχθρού δεν έλεγαν να σταματήσουν.
Αφού κάναμε τη βόλτα μας στις όχθες του ποταμού, επιστρέψαμε στο λημέρι. Ο Ευαγόρας πήρε το σημειωματάριο του, κάθισε στη ρίζα μιας ανδρουκλιάς κι άρχισε να γράφει. Έμελλε να ‘ναι και τα τελευταία του λόγια που είχε γράψει στο βουνό.
Προαίσθηση; Σύμπτωση; Ποιος ξέρει. Ήταν παράξενο, όλα τα είχε σημειώσει ο Ευαγόρας στο σημειωματάριο του. Σε ένα στοίχο του παρακαλεί τον πατέρα του να μην κλάψει που φεύγει για πάντα από τούτη την πρόσκαιρη ζωή.
«Μην κλάψεις ως πατέρα μου που πάω για ταξίδι, κι αν σε ρωτούν οι φίλοι μου που τώρα τριγυρνώ; Δώσε κρασί στους φίλους μου και στους εχθρούς μου ξίδι, να πίνουν εις υγεία μου εμέ που τους κερνώ».
Ενώ σε ένα άλλο ποίημα ο Κλέφτης αποχαιρετά μέσα από τους στίχους του τα βουνά. «Γεια σας κορφούλες και βρυσούλες και βουνά που συντροφιά κρατούσατε σε εμένα κλέφτης σαν ήμουν. Γεια σας λαγκάδια και ραχούλες και νερά, γεια σας, θα φύγω για την πόλη. Τελειώνει ο πόλεμος…»
Αφού τελείωσε το γράψιμο, μπήκε μέσα στο λημέρι , πήρε μια κτένα κι ένα ψαλίδι και με πλησίασε. «Κούρεψε με, γιατί η ώρα πλησιάζει που θα αναχωρήσουμε για τη Λυσό. Πρόσεξε, όμως,» μου είπε γελώντας, «μη μου κάνεις να φαίνεται καμιά ψαλιδιά, γιατί θα πάρω το ψαλίδι και θα γεμίσω το κεφάλι στου με αυλακιές…» Πήρα το ψαλίδι από το χέρι του κι άρχισα να τον κουρεύω. Έβαζα τα δάκτυλα μου μέσα από τα κατάμαυρα μαλλιά του, τα τραβούσα προς τα πάνω κι έκοβα τις άκριες. Ο Θεός να το κάνει κούρεμα. Σάμπως και ήμουνα κουρέας;
Στο τέλος, αφού κοιτάχτηκε στο μικρό καθρεφτάκι, μονολόγησε: «Καλός είμαι».
Αφού πρώτα ξυρίστηκε, μπήκε μέσα στο λημέρι, πήρε καθαρά ρούχα που τα είχε πλύνει ο ίδιος πριν από μερικές μέρες στο ποτάμι και κατέβηκε σε ένα σημείο του ποταμού που ήταν πιο βαθύ. Λούστηκε στα νερά του ποταμού κι ας ήταν Δεκέμβρης μήνας.
Όταν επέστρεψε, έλαμπε και ήταν χαρούμενος και χαμογελαστός. Μας αποχαιρέτησε, έφυγε, αλίμονο για στενή φορά, ποιος να το ήξερε και δεν τον ξανάδαμε.
Γεώργιος Γαβριήλ Στενιώτης,
Αγωνιστής της ΕΟΚΑ